Τον ρατσισμό που βίωσε στο σχολείο εξιστορεί ο Εμμανουήλ Καραλής στο βιβλίο του υποστηρίζοντας για μερικά παιδάκια, αυτός και η αδερφή του, Αγγελική ήταν απλώς τα μαυράκια.
Απόσπασμα από το βιβλίο του «Όταν κοιτάς από ψηλά» δημοσίευσε ο εκδοτικός οίκος «Διόπτρα» στην ιστοσελίδα του, όπου ο Έλληνας Ολυμπιονίκης εξιστορεί τα χρόνια του στο σχολείο, όταν αυτός και η δίδυμη αδερφή του δεν είχαν ονόματα και ήταν απλώς τα μαυράκια.
«Πιασμένος χέρι χέρι με την αδερφή μου την Αγγελική, περάσαμε την πόρτα του σχολείου, έτοιμοι να ζήσουμε και πάλι τη χαρά που μας έδινε ο παιδικός σταθμός και το νηπιαγωγείο, που βρισκόταν ακριβώς απέναντι από το σπίτι μας στο Χαλάνδρι.
Αν δεν έδενε τα κορδόνια μου, δεν μπορούσα να ξεκινήσω. Ακόμα κι όταν φορούσα ανάποδα τα αθλητικά μου, με το δεξί μου παπούτσι στο αριστερό πόδι, αν εκείνη έλεγε ότι ήταν εντάξει, εγώ προχωρούσα σαν να μη συνέβαινε τίποτα. Είχα ανάγκη την έγκρισή της και την προστασία της. Εμπιστευόμουν τα πάντα επάνω της και εκείνη το ήξερε και το απολάμβανε. Ήταν η ηγέτιδα και αυτός ο ρόλος της πήγαινε πολύ. Ακόμα κι όταν μας χώρισαν, για να μην είμαστε μαζί στο ίδιο τμήμα, κι ένιωσα να χάνω τη γη κάτω από τα πόδια μου, εκείνη μου έσφιξε ακόμα πιο δυνατά το χέρι και μου έδειξε τη γωνιά όπου θα συναντιόμασταν στα διαλείμματα. Μόνοι για ένα διάστημα με κάγκελα γύρω μας, εντός του σχολείου πια, αν και πραγματικά κάγκελα δεν υπήρχαν. Για κάποια παιδιά δεν είχαμε ονόματα. Ήμασταν απλώς τα μαυράκια. Και αυτό μας πλήγωνε.
Τι μπορεί να είχε πάει στραβά; Τι είχε αλλάξει από το νηπιαγωγείο στο δημοτικό, εκτός ίσως από το προάστιο όπου ανήκαν; Κι όμως φάνταζε σαν άλλος πλανήτης.
Γιατί κάποια τόσο μικρά παιδιά μπορούν να γίνουν τόσο σκληρά; Δύσκολα ερωτήματα για να τα απαντήσω εγώ τότε. Όχι όμως και για τη μητέρα μου, που εξαιτίας αυτού άρχισε σιγά σιγά να μεταμορφώνεται μπροστά στα μάτια μας στη μασκότ του σχολείου. Αφού μας άκουσε προσεκτικά για το τι συνέβαινε, ήρθε αμέσως στις δασκάλες μας και διεκδίκησε το δίκιο μας. Η μάνα μου έχει πάντα έναν δικό της τρόπο να διεκδικεί το δίκιο της και, ενώ τη μελετάω τόσα χρόνια, ακόμα ψάχνω να τον αποκωδικοποιήσω. Το σίγουρο είναι πως δεν ανέχεται την αδικία. Και αυτό είναι κάτι που το έχει πολύ έντονο, τώρα που μεγάλωσε, και η Αγγελική. Αυτό το μοναδικό αίσθημα του δικαίου, που βάζει τις πιο τέλειες διαχωριστικές γραμμές σε αυτά που διεκδικείς, αλλά και σε αυτά που ο ίδιος αποφασίζεις να κάνεις.
Υπάρχουν μερικά πράγματα στη ζωή που δεν μαθαίνονται με λόγια αλλά δείχνονται με πράξεις, και όταν λίγα χρόνια αργότερα, μέσα στους στίβους πια, θα έπαιρνα την απόφαση να υπερασπιστώ με ό,τι νόμιμο μέσο είχα την αξιοπρέπειά μου και την περηφάνια μου, οδηγώντας στα δικαστήρια εκείνους που προσπάθησαν να με γονατίσουν, θα καταλάβαινα πως αυτή η δύναμη είχε τις ρίζες της σε εκείνες τις ημέρες που η Σάρρα έπιανε ένα ένα όλα εκείνα τα παιδιά που δεν ήθελαν να μάθουν ούτε το όνομά μας, αλλά έβλεπαν μόνο το χρώμα μας, προσπαθώντας να τα κάνει να καταλάβουν αυτό το απλό πράγμα, το πιο αυτονόητο ίσως πράγμα στον κόσμο, πως μπορεί να μην είμαστε όλοι ίδιοι, αλλά είμαστε ίσοι.
«Πώς σε λένε, αγοράκι, εσένα;»
«Κώστα, κυρία».
«Γιατί, κυρία, να με φωνάζετε “γάλα”;»
«Και τι μ’ αυτό; Έχω όνομα».
Μια περίεργη σιωπή απλωνόταν.
«Δώστε, σας παρακαλώ, τα χέρια. Από σήμερα θέλω λοιπόν να τους φωνάζεις με το όνομά τους. Αυτός είναι ο Εμμανουήλ και αυτή η Αγγελική. Παιδιά, από δω ο Κώστας».
Τότε δεν το καταλάβαινα. Τώρα παλεύω από μόνος μου γι’ αυτόν τον χώρο. Και ξέρω από πού έχω πάρει τη δύναμη για αυτή την πάλη. Ξέρω πως τις περισσότερες φορές δεν μπορώ να περιμένω απλώς την κατάλληλη στιγμή. Κάποιες φορές πρέπει να πηδήξω για να την προλάβω. Δεν μπορώ να περιμένω αμέτοχος την αποδοχή των άλλων. Πρέπει να δημιουργήσω τις προϋποθέσεις για αυτό.
Η κατάλληλη στιγμή ή η αποδοχή των άλλων ή η τύχη ή η ευκαιρία ή πείτε το όπως θέλετε, είναι κάτι υπαρκτό. Κάποιοι την ονομάζουν συγκυρία, κάποιοι άλλοι δώρο. Όμως το να απλώσεις το χέρι σου να την αρπάξεις όταν περνά από μπροστά σου, και μάλιστα να είσαι έτοιμος γι’ αυτό, είναι κάτι εντελώς διαφορετικό. Οι έννοιες της τύχης και της ευκαιρίας είναι δεμένες μεταξύ τους μ’ έναν άρρηκτο δεσμό. Την τύχη την περιμένεις να σου χτυπήσει την πόρτα, αφού όμως πρώτα της έχεις πει πού μένεις. Το λαχείο το κερδίζεις αφού πρώτα το έχεις αγοράσει. Στη ζωή σου οι δρόμοι πρέπει να είναι ανοιχτοί, αλλά χρειάζεται κάποιες φορές να παραμερίσεις κι εσύ τις πέτρες.
Ο τυχερός άνθρωπος στην πραγματικότητα ξέρει πως την τύχη του τη δημιούργησε μόνος του, στέλνοντας συνεχώς μηνύματα στο σύμπαν πως είναι εκεί και περιμένει. Η τύχη λατρεύει τους καλούς οικοδεσπότες, που ξέρουν να την υποδέχονται με τον τρόπο που της αξίζει, και αποφεύγει όσους στήνουν παγίδες για να την πιάσουν.
Γιατί η τύχη είναι ενέργεια. Είναι η μαγική εκείνη διαδικασία προετοιμασίας, πίστης, επιμονής, υπομονής και θέλησης που τελικά τη μετατρέπει σε δημιουργία. Η τύχη είναι το καμουφλάζ της δημιουργίας και αυτό δεν μπορούν να το καταλάβουν όλοι, παρά μόνο όσοι απολαμβάνουν τη στιγμή που φοράνε τα καλά τους, της χαμογελάνε και περιμένουν να τους χαμογελάσει κι εκείνη. Για να μπορείς να απολαύσεις την καλή σου τύχη, πρέπει να έχεις την αίσθηση πως ένα μεγάλο μέρος της το δημιούργησες. Όταν αυτό αναπτύσσεται μέσα σου, την καλή σου τύχη δεν την κερδίζεις απλώς, αλλά την αξίζεις. Κι όταν πιστεύεις ότι αξίζεις, κερδίζεις.
Η τύχη έχει δύο πρόσωπα. Το ένα είναι η αιτία της ύπαρξής μας, χωρίς να μπορούμε να κάνουμε κάτι εμείς γι’ αυτό. Είναι ο ίδιος ο λόγος της γέννησής μας εδώ και όχι εκεί, χωρίς κανένας να μας ρωτήσει. Το άλλο είναι η αιτία της ευτυχίας μας και ο λόγος να δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις γι’ αυτό. Αυτός που δουλεύει για την τύχη του, αισθάνεται και τυχερός, και επειδή αισθάνεται τυχερός μπορεί να είναι και πιο δυνατός, και έτσι, στο πανηγύρι που στήνει η ζωή, ο τυχερός σέρνει πάντα τον χορό.
Αυτό νομίζω ότι το έμαθα από την πρώτη εκείνη στιγμή που έδωσα το χέρι μου στον Κωστάκη και τον έκανα να δει κάτι περισσότερο από το χρώμα μου.
Του έδωσα την ευκαιρία να μάθει το όνομά μου. Να λοιπόν τι είναι η ευκαιρία. Να λοιπόν τι σημαίνει τη δημιουργώ ή τι σημαίνει απλώνω το χέρι μου και την κάνω δική μου όταν περάσει από μπροστά μου. Και το χέρι τους το απλώνουν σχεδόν πάντα αυτοί που πιστεύουν στον εαυτό τους. Οι άλλοι απλώς κάθονται και παρατηρούν να περνάνε όλα τα καλά από μπροστά τους, θεωρώντας πως δεν είναι γι’ αυτούς. Και όταν ο διπλανός τους απλώσει το χέρι του για να κάνει αυτό που θέλει δικό του, για εκείνους είναι μόνο ένας τυχεράκιας και τίποτε άλλο, ενώ στην πραγματικότητα είναι ο δημιουργός».