Οι ερευνητές ανέλυσαν δεδομένα θερμοκρασίας και θνησιμότητας σε 854 αστικές περιοχές άνω των 50.000 κατοίκων σε 30 ευρωπαϊκές χώρες – Ποιες ελληνικές πόλεις μπήκαν στο μικροσκόπιο
Οι ερευνητές, με επικεφαλής το London School of Hygiene & Tropical Medicine, ανέλυσαν δεδομένα θερμοκρασίας και θνησιμότητας σε 854 αστικές περιοχές άνω των 50.000 κατοίκων σε 30 ευρωπαϊκές χώρες. Στην Ελλάδα μελετήθηκαν δεδομένα για 14 πόλεις: Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Πάτρα, Ηράκλειο, Λάρισα, Βόλος, Ιωάννινα, Καβάλα, Καλαμάτα, Τρίκαλα, Σέρρες, Κατερίνη, Ξάνθη και Χανιά.
Στη συνέχεια εκτίμησαν τους μελλοντικούς θανάτους λόγω ψύχους και ζέστης στις περιοχές αυτές υπό διαφορετικά σενάρια κλιματικής αλλαγής, δημογραφικά σενάρια και σενάρια προσαρμογής του πληθυσμού στις συνθήκες αυτές, για την περίοδο 2015-2099. Στην έρευνα λήφθηκε υπόψη η ημερήσια μέση θερμοκρασία, αλλά όχι καιρικά φαινόμενα που θα μπορούσαν να τροποποιήσουν τον εκτιμώμενο αριθμό θανάτων, όπως οι ακραίες νυχτερινές θερμοκρασίες και οι συνθήκες υγρασίας.

«Ο αστικός πληθυσμός είναι πιο επιβαρυμένος από την αυξημένη θερμοκρασία, γιατί υπάρχει και αστική θερμική νησίδα, που σημαίνει ότι ο τρόπος με τον οποίο είναι δομημένες οι πόλεις, με το λιγοστό πράσινο, τη μεγάλη πυκνή δόμηση, τα ψηλά κτίρια και το πολύ μπετόν, ανεβάζει τη θερμοκρασία περισσότερο και δεν επιτρέπει να πέσει η θερμοκρασία τη νύχτα. Επομένως, ξέρουμε ότι έχουμε πολύ μεγαλύτερες επιδράσεις στα αστικά κέντρα σε σχέση με τις ευρύτερες περιφέρειες», εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η ομότιμη καθηγήτρια Βιοστατιστικής και Επιδημιολογίας της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και καθηγήτρια Δημόσιας Υγείας στο Imperial College London, Κλέα Κατσουγιάννη, η οποία συμμετείχε στη μελέτη μαζί με την καθηγήτρια Επιδημιολογίας και Ιατρικής Στατιστικής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, Εύη Σαμόλη.

Γενικότερα στη νότια Ευρώπη, στο χειρότερο σενάριο κλιματικής αλλαγής υπολογίζεται μεγάλη επιβάρυνση από την κλιματική αλλαγή, καθώς στην πενταετία 2050-2054 υπολογίζεται μείωση των θανάτων λόγω του κρύου κατά 36,3 και αύξηση των θανάτων από ζέστη κατά 82,2 και την πενταετία 2095-2099 μείωση των θανάτων λόγω ψύχους κατά 53,8 αλλά αύξηση των θανάτων από ζέστη κατά 177,8 άτομα ανά 100.000 κατοίκους ετησίως.
Ακόμα και στο καλύτερο σενάριο μετριασμού της κλιματικής αλλαγής οι ερευνητές υπολογίζουν αύξηση των θανάτων που σχετίζονται με την αυξημένη θερμοκρασία, κυρίως στη νότια Ευρώπη. Σε όλα τα σενάρια κλιματικής αλλαγής που μελετήθηκαν, εντοπίστηκε ότι η αύξηση των θανάτων που σχετίζονται με τη ζέστη θα υπερβεί τη μείωση των θανάτων που σχετίζονται με το προβλεπόμενο λιγότερο κρύο. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι στο χειρότερο σενάριο, κατά το οποίο οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα θα διπλασιαστούν ως το 2100, η ερευνητική ομάδα εκτιμά ότι οι αλλαγές στο κλίμα θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε πάνω από 2,3 εκατομμύρια επιπλέον θανάτους σχετιζόμενους με τη θερμοκρασία ως το 2099.
Οι συγγραφείς της μελέτης διευκρινίζουν ότι οι προβλέψεις αυτές μπορεί να έχουν υψηλό επίπεδο αβεβαιότητας, ειδικά για τις προβολές που γίνονται σε βάθος χρόνου. Ωστόσο, όπως τονίζει η κ. Κατσουγιάννη στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, «όταν είναι στατιστικά σημαντικά τα αποτελέσματα και είμαστε σίγουροι ότι θα υπάρξει επιβάρυνση, έχουμε τη βεβαιότητα που θεωρούμε αποδεκτή ώστε να θορυβηθούμε και αυτό συμβαίνει με την επιβάρυνση στις χώρες της Μεσογείου αν δεν ληφθούν τα ενδεικνυόμενα μέτρα».
Η κ. Κατσουγιάννη χαρακτηρίζει τη συγκεκριμένη μελέτη «πρωτοποριακή», καθώς οι ερευνητές έλαβαν υπόψη σενάρια για τους μεταβαλλόμενους δημογραφικούς και κοινωνικοοικονομικούς παράγοντες, όπως τη γήρανση του πληθυσμού και τη μεταβολή του ΑΕΠ, και όχι μόνο τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου. Ένα άλλο πρωτοποριακό στοιχείο στη συγκεκριμένη έρευνα είναι ότι συμπεριλήφθηκε η πιθανή προσαρμογή του πληθυσμού στην κλιματική αλλαγή. Ακόμα και σε αυτή την περίπτωση προβλέπεται επιβάρυνση στον αριθμό των θανάτων, «απλά στο καλύτερο σενάριο που θα έχουμε επέμβει για τον μετριασμό της κλιματικής αλλαγής και θα έχει υπάρξει προσαρμογή του πληθυσμού, μπορεί η επίδραση αυτή να είναι αντιμετωπίσιμη», συμπληρώνει η ίδια. Η έννοια της προσαρμογής στις μελέτες θεωρείται ότι είναι σε επίπεδο συμπεριφοράς του πληθυσμού με τρόπους προφύλαξής του από τις αλλαγές στη θερμοκρασία. Ωστόσο, η κ. Κατσουγιάννη εκτιμά ότι «υπάρχει και προσαρμογή του ανθρώπινου οργανισμού σε αυτή, ωστόσο δεν έχει μελετηθεί εκτενώς μέχρι σήμερα σε τι εύρος χρόνου συμβαίνει».
Στην έρευνα μελετήθηκαν μόνο οι θάνατοι από τις μεταβολές στη θερμοκρασία, ωστόσο η επίδραση της κλιματικής αλλαγής στην υγεία των πληθυσμών δεν είναι μόνο αυτή. «Η αύξηση της θνησιμότητας είναι τρομερή στις υψηλές θερμοκρασίες. Φαίνεται λοιπόν ότι ο αριθμός των ανθρώπων που πεθαίνουν από θερμοπληξία επηρεάζεται πολύ, ωστόσο δεν έχουμε επαρκή στοιχεία για να μελετήσουμε πώς επηρεάζονται και άλλες πτυχές της υγείας. Για παράδειγμα ξέρουμε ότι αυξάνονται τα εργατικά ατυχήματα, ωστόσο αυτή η σύνδεση με την κλιματική αλλαγή δεν έχει μελετηθεί επαρκώς γιατί δεν υπάρχουν δεδομένα σε ευρύ πληθυσμιακό πεδίο στην Ευρώπη», παρατηρεί η κ. Κατσουγιάννη.
Έχοντας αφιερώσει την έρευνά της στις επιδράσεις της ατμοσφαιρικής ρύπανσης στην υγεία, η ίδια τονίζει ότι «ο μεγαλύτερος περιβαλλοντικός κίνδυνος για την υγεία παγκοσμίως είναι η έκθεση στην ατμοσφαιρική ρύπανση των εξωτερικών χώρων, αλλά σε ορισμένες περιοχές του κόσμου και των εσωτερικών χώρων. Αυτό συνδέεται με την κλιματική αλλαγή, ενώ όταν υπάρχει συνέργεια διαφόρων περιβαλλοντικών παραγόντων, όπως η υψηλή ατμοσφαιρική ρύπανση, πχ από μια δασική πυρκαγιά και ένας καύσωνας, τότε οι επιδράσεις είναι πολλαπλασιαστικές. Η κλιματική αλλαγή λοιπόν είναι πολυδιάστατο πρόβλημα για την υγεία και η επιστημονική κοινότητα αναγνωρίζει ότι οι επιδράσεις της κλιματικής αλλαγής στην ανθρώπινη υγεία δεν έχουν πάρει την απαραίτητη προσοχή».
Οι ερευνητές υπολόγισαν ότι έως και το 70% των θανάτων θα μπορούσαν να αποφευχθούν εάν ληφθούν άμεσα μέτρα.
Πηγή: nature