Ισχυρή επιδείνωση του οικονομικού κλίματος στην Ελλάδα, με τη χαμηλότερη επίδοση των τελευταίων 20 μηνών, καταγράφει έρευνα του ΙΟΒΕ για την οικονομική συγκυρία τον Οκτώβριο.
Σύμφωνα με την έρευνα οικονομικής συγκυρίας του ΙΟΒΕ, ο δείκτης οικονομικού κλίματος διαμορφώθηκε τον Οκτώβριο στις 98,3 μονάδες, σε σύγκριση με 104,9 τον Σεπτέμβριο.
Πρόκειται για τη χαμηλότερη επίδοση των τελευταίων 20 μηνών, η οποία τροφοδοτείται από:
- την επιδείνωση των προσδοκιών στις υπηρεσίες και τη βιομηχανία
- την υποχώρηση της καταναλωτικής εμπιστοσύνης.
- το ενεργειακό ζήτημα
- το τέλος της τουριστικής περιόδου
- την αύξηση του κόστους δανεισμού
Ειδικότερα, η χώρα μας ακολουθεί το σε ευρωπαϊκό κλίμα, σημειώνει ο ΙΟΒΕ προσθέτοντας πως ανάλογες πτωτικές τάσεις επικρατούν στις περισσότερες ευρωπαϊκές οικονομίες.
Η πτώση του δείκτη αυτή είναι αποτέλεσμα της επιδείνωσης των προσδοκιών κυρίως στις Υπηρεσίες και δευτερευόντως στη Βιομηχανία, αλλά και την υποχώρηση της καταναλωτικής εμπιστοσύνης.
Το Λιανικό Εμπόριο, αντίθετα, φαίνεται να ανακάμπτει, όπως και τα Δημόσια έργα που στηρίζουν ακόμα τις Κατασκευές.
Καθώς ολοκληρώνεται η τουριστική περίοδος οι σχετικές εποχικές θέσεις εργασίας τερματίζονται, με αποτέλεσμα να αναζητούνται νέες πηγές απασχόλησης.
Το ενεργειακό ζήτημα φαίνεται να προκαλεί επίσης απαισιοδοξία ενόψει της χειμερινής περιόδου, καθώς αθροίζεται στο συνεχιζόμενο, όπως αποδεικνύεται, πρόβλημα του υψηλού πληθωρισμού που πλήττει πλέον σχεδόν όλες τις κατηγορίες αγαθών και υπηρεσιών.
Σε ό,τι αφορά τους κλάδους της οικονομίας, η «αγορά» εξακολουθεί να τροφοδοτείται από έργα του Ταμείου Ανάκαμψης αλλά και του ΕΣΠΑ, στηρίζοντας αρκετές επιχειρηματικές δραστηριότητες, αλλά και δημόσια έργα. Ταυτόχρονα, το ευρωπαϊκό περιβάλλον – βασικός εμπορικός εταίρος της βιομηχανίας – παραμένει ασταθές και δεν επιτρέπει ακόμη και στις εξωστρεφείς επιχειρήσεις να προγραμματίσουν με περισσότερους βαθμούς ελευθερίας την παραγωγή τους.
Σε αυτό το αβέβαιο περιβάλλον θα πρέπει να συνυπολογιστεί και η αύξηση του κόστους δανεισμού, λόγω της ανόδου των επιτοκίων, που αρχίζει να καταγράφεται ως προβληματισμός, έστω και σε αρχικό ακόμη στάδιο.
Όσον αφορά τη βιομηχανία: το αρνητικό ισοζύγιο των εκτιμήσεων για τις παραγγελίες και τη ζήτηση διατηρήθηκε αμετάβλητο, οι εκτιμήσεις για τα αποθέματα κλιμακώθηκαν και οι θετικές προβλέψεις για την παραγωγή τους προσεχείς μήνες ενισχύθηκαν οριακά.
Όσον αφορά τις κατασκευές: οι αρνητικές προβλέψεις για την παραγωγή ενισχύθηκαν, ενώ αντίθετα οι προβλέψεις για την απασχόληση βελτιώθηκαν αισθητά.
Όσον αφορά το λιανικό εμπόριο: οι εκτιμήσεις για τις τρέχουσες πωλήσεις βελτιώθηκαν σημαντικά, με το ύψος των αποθεμάτων να αποκλιμακώνεται έντονα, ενώ οι προβλέψεις για τη βραχυπρόθεσμη εξέλιξη των πωλήσεων ενισχύονται αισθητά.
Όσον αφορά τις υπηρεσίες: οι θετικές εκτιμήσεις για την τρέχουσα κατάσταση των επιχειρήσεων κινήθηκαν έντονα πτωτικά, όπως και εκείνες για τη ζήτηση, ενώ οι προβλέψεις για τη βραχυπρόθεσμη εξέλιξη της ζήτησης υποχώρησαν αισθητά.
Όσον αφορά την καταναλωτική εμπιστοσύνη: οι αρνητικές προβλέψεις των νοικοκυριών για την οικονομική κατάσταση της χώρας κλιμακώθηκαν περαιτέρω, όπως και οι αντίστοιχες για τη δική τους οικονομική κατάσταση οι οποίες υποχώρησαν αισθητά. Παράλληλα επιδεινώθηκαν έντονα οι προβλέψεις για μείζονες αγορές και υποχώρησε οριακά η πρόθεση για αποταμίευση.