Την επιτάχυνση της «πράσινης» στροφής του εγχώριου ενεργειακού μίγματος ηλεκτροπαραγωγής πιστοποιεί το τελευταίο δελτίο του ΔΑΠΕΕΠ για τον Ειδικό Λογαριασμό ΑΠΕ, αποτυπώνοντας την κατακόρυφη αύξηση των εγκαταστάσεων νέων «πράσινων» μονάδων ηλεκτροπαραγωγής.
Είναι ενδεικτικό ότι, σύμφωνα με την πρόβλεψη του ΔΑΠΕΕΠ, φέτος πρόκειται να ενεργοποιηθούν στο διασυνδεδεμένο σύστημα σταθμοί ΑΠΕ συνολικής ισχύος 1990 MW. Μία «επίδοση» που θα είναι αυξημένη κατά 100% σε σχέση με τις εγκατάστασης καινούριων μονάδων μόλις πριν από μία διετία, με δεδομένο ότι το 2020 είχαν συνδεθεί έργα συνολικής ισχύος 999 MW.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η διείσδυση που προβλέπεται για φέτος είναι σημαντικά ενισχυμένη, κατά 60%, και από το 2021. Κι αυτό γιατί πέρυσι είχαν συνδεθεί σταθμοί συνολικής ισχύος 1.233 MW. Παράλληλα, είναι εντυπωσιακά αυξημένη με τον ρυθμό «πράσινης» ενεργειακής στροφής που ίσχυε μέχρι και πριν από λίγα χρόνια, καθώς για παράδειγμα είναι αυξημένη κατά 500% από το 2018, όταν είχαν προστεθεί καινούριες μονάδες ΑΠΕ συνολικής ισχύος 33 MW.
Νωρίτερα ο στόχος του 2030
Όσον αφορά το νέο «πράσινο» χαρτοφυλάκιο που θα προστεθεί φέτος, σύμφωνα με τον ΔΑΠΕΕΠ από τα 1990 MW τα 910 MW θα αφορούν καινούρια αιολικά πάρκα και τα 1040 MW νέα φωτοβολταϊκά έργα. Πολύ μικρότερη θα είναι η συμμετοχή των υπόλοιπων τεχνολογιών ΑΠΕ, με 10 MW νέων μικρών υδροηλεκτρικών, 15 MW σταθμών βιομάζας και 15 MW μονάδων συμπαραγωγής (ΣΗΘΥΑ).
Στο ίδιο μήκος κύματος με τη φετινή «πράσινη» επίδοση της χώρας μας, όπως είναι φυσικό, συνεχή βελτίωση παρουσιάζει και το κλίμα για «πράσινες» επενδύσεις. Απόδειξη αποτελεί το γεγονός ότι η Ελλάδα κατέγραψε ιστορικά υψηλή επίδοση στον δείκτη ελκυστικότητας για επενδύσεις σε Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, που καταρτίζει η εταιρεία ΕΥ. Έτσι, σε σχέση με την προηγούμενη έκδοση του δείκτη RECAI της ΕΥ, η Ελλάδα κέρδισε ακόμη τρεις θέσεις στη σχετική κατάταξη, καταλαμβάνοντας πλέον την 21η θέση ανάμεσα σε 40 άλλα κράτη.
Ακόμη όμως πιο σημαντικό είναι πως όλοι οι αναλυτές συμφωνούν ότι ο κλάδος ΑΠΕ τα επόμενα χρόνια θα διατηρήσει ή και ακόμη θα ενισχύσει ακόμη περαιτέρω τη δυναμική του. Έτσι, εκτιμάται ότι παρόλο που ο στόχος του ΕΣΕΚ για το μερίδιο των ΑΠΕ το 2030 θα αναθεωρηθεί αισθητά προς τα πάνω, στα 25 GW από τα 18,9 GW, η Ελλάδα θα ξεπεράσει αυτό τον «πήχυ» νωρίτερα από το τέλος της τρέχουσας 10ετίας.
Μείωση του κόστους ηλεκτρισμού
Με την ενεργειακή κρίση να σοβεί, και τις ΑΠΕ να έχουν γίνει πλέον η φθηνότερη μορφή ηλεκτροπαραγωγής, το ολοένα αυξανόμενο «πράσινο» μερίδιο στο μείγμα αποτελεί μία από τις ελάχιστες «γραμμές άμυνας» για τη συγκράτηση του κόστους ηλεκτρικής ενέργειας. Ενδεικτικό είναι ότι στη «βουτιά» κατά 44% της εγχώριας χονδρεμπορικής τιμής ρεύματος τον Οκτώβριο, έναντι του Σεπτεμβρίου, συνέβαλε το γεγονός ότι οι ΑΠΕ ήταν ο βασικός «πρωταγωνιστής» στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας με το μεγαλύτερο μερίδιο, το οποίο άγγιξε το 40%. Δεύτερο σε συμμετοχή ήταν το χαρτοφυλάκιο των μονάδων αερίου (23%) και ακολούθησαν οι εισαγωγές (22%).
Στο ίδιο μήκος κύματος, μελέτη του ΑΠΘ για τον περασμένο Δεκέμβριο έδειξε πως χωρίς την παραγωγή ΑΠΕ η μέση τιμή στη χονδρεμπορική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας θα έφτανε στη χώρα μας στα επίπεδα των 319,18 ευρώ/MWh. Ωστόσο, η «πράσινη» ηλεκτροπαραγωγή περιόρισε την τιμή 235 ευρώ/MWh, στην οποία διαμορφώθηκε στην πραγματικότητα, με συνέπεια να «κουρέψει» το χονδρεμπορικό κόστος κατά 83,8 ευρώ/MWh.
Πηγή energypress.gr – Δημοσιογραφικό ενημερωτικό portal για την ενέργεια