Από τα εξώφυλλα σε περιοδικά μόδας και τη σύνδεση με τον Λεονάρντο Ντι Κάπριο… στα σίδερα της φυλακής – Η «βιτρίνα» του life coaching στο Instagram και η πραγματικότητα, που οδηγούσε στην εκμετάλλευση και την πορνεία
Μέχρι πριν από μερικά χρόνια, η ζωή της Βραζιλιάνας Κατ Τόρες, έμοιαζε βγαλμένη από παραμύθι. Γεννημένη σε φτωχή και κακοποιητική οικογένεια και μεγαλωμένη σε μια φαβέλα του Ρίο ντε Τζανέιρο, η Κατιούσκα, όπως ήταν το αληθινό της όνομα, είχε βάλει από τα προεφηβικά της χρόνια στόχο να γίνει διάσημο μοντέλο. Μετακόμισε στις ΗΠΑ, μετά στην Ευρώπη και, στα 20 της, είχε σχεδόν πετύχει όλα όσα ποθούσε: Είχε κάνει εξώφυλλα σε περιοδικά μόδας, έμενε στις Κάννες, τη Νέα Υόρκη και το Χόλιγουντ, φωτογραφιζόταν να διασκεδάζει με τον Χολιγουντιανό σούπερ σταρ Λεονάρντο ντι Κάπριο, επιβεβαίωνε σε συνεντεύξεις ότι έχει σχέση μαζί του και έκανε παρέα με πανίσχυρους τραπεζίτες, επιχειρηματίες και πολιτικούς. Όμως, κάτω από την πασπαλισμένη με μπόλικη χρυσόσκονη ζωή της, η Κατ θα δημιουργούσε έναν σκοτεινό, εφιαλτικό, βγαλμένο από τα σενάρια ψυχολογικών θρίλερ κόσμο.
Fast forward στο 2024. Η Κατ Τόρες βρίσκεται κρατούμενη σε φυλακή της Βραζιλίας. Έχει καταδικαστεί για trafficking, αλλά και ότι κρατούσε ως σκλάβες γυναίκες. Σε μια πολύ σπάνια κίνηση, οι δικαστικές αρχές των ΗΠΑ και της Βραζιλίας, ζητούν από το BBC να κάνει μια συνέντευξη της Τόρρες στη φυλακή. Θεωρούν ότι κάποια από τα θύματά της θα παρακινηθούν να μιλήσουν. Περισσότερες από 40 γυναίκες έχουν ως τώρα αναφέρει ότι έπεσαν θύματα της Τόρρες, όμως οι περισσότερες αρνούνται να καταθέσουν, καθώς τη φοβούνται, ή έχουν τόσο βαριά ψυχικά τραύματα που δεν είναι σε κατάσταση να την αντιμετωπίσουν. Η ίδια η Κατ Τόρρες λέει ότι είναι αθώα και πως εκπλήσσεται από «τα ψέματα που λένε τόσοι άνθρωποι». Λέει στους δημοσιογράφους ότι είναι ψεύτες, ότι η ίδια είναι σαν τον Ιησού Χριστό, αλλά τη βλέπουν ως διάβολο. Και η έρευνα συνεχίζεται.
Η καριέρα ως top model και ως ηθοποιός δεν ήταν αρκετή στην Τόρες. Έτσι, θα την παρατούσε και θα μετατρεπόταν σε Instagram influencer. Πολύ επιτυχημένη. Περισσότερους από 1,2 εκατομμύρια followers είχε ο λογαριασμός της, ο οποίος ήταν εστιασμένος στην ευεξία και την προσωπική εξέλιξη. Τα βίντεο αυτοβοήθειας που ανέβαζε, προσέφεραν συμβουλές σχετικά με τις σχέσεις, την ευεξία, την επιχειρηματική επιτυχία και την πνευματικότητα – συμπεριλαμβανομένης της ύπνωσης, του διαλογισμού και των προγραμμάτων άσκησης.
Με 150 δολάρια επιπλέον, οι συνδρομητές του καναλιού μπορούσαν να ξεκλειδώσουν την υπηρεσία που τους πρόσφερε αποκλειστικές βιντεοσυνομιλίες με την Τόρες. Εκεί, το πρώην μοντέλο ισχυριζόταν ότι θα έλυνε οποιοδήποτε πρόβλημά τους, καθώς, όπως έλεγε, μπορούσε να βλέπει το μέλλον. Στους πιο «πιστούς» πελάτες, η Τόρες θα αποκάλυπτε ότι ασχολείται με τη μαγεία και ότι ξέρει παντοδύναμα ξόρκια και κατάρες…
«Σίγουρα είναι τρελή, ή απατεώνισσα», θα πει κανείς. Ο πρώην συγκάτοικός της στη Νέα Υόρκη, Λάζερ Τουέσκι, λέει ότι οι παρέες της Τόρες από το Χόλιγουντ (κατά την άποψή του, η Τόρες ήταν sugar babe ή συνοδός ισχυρών ανδρών και διασήμων του Χόλιγουντ), της «σύστησαν» ένα ισχυρό παραισθησιογόνο ναρκωτικό, το ayahuasca. Από όταν άρχισε τη χρήση του, η Τόρες δεν ήταν ποτέ ξανά η ίδια. Τα παράτησε όλα και στράφηκε στις «πνευματικές αναζητήσεις», ενώ αφοσιώθηκε στο κανάλι της στο Instagram.
Τουλάχιστον 14.000, σύμφωνα με τα στοιχεία του FBI, χρησιμοποίησαν τη συνδρομητική υπηρεσία για να λάβουν βιντεοσκοπημένες συμβουλές της Κατ, ή να συνομιλήσουν μαζί της. Οι περισσότεροι, καθώς φαίνεται, πίστευαν ό,τι τους έλεγε και ακολουθούσαν τις συμβουλές της. Άλλωστε, η Κατ ήταν διάσημη, ήταν φίλη ή ερωμένη διάσημων προσωπικοτήτων και επιτυχημένη. Τι θα μπορούσε να πάει στραβά;
Πώς μετέτρεπε τις φαν σε σκλάβες
Μια από τις πρώην πελάτισσες της Τόρες, η Αμάντα, η οποία σήμερα μένει στη Μπραζίλια, λέει ότι τη χειραγωγούσε κάνοντάς τη να νιώθει μοναδική. «Όλες μου οι αμφιβολίες, οι ερωτήσεις, οι αποφάσεις μου: πάντα τη συμβουλευόμουν πρώτα, ώστε να πάρουμε μαζί αποφάσεις».
Η Κατιούσκα Τόρες Σοάρες –όπως είναι το πλήρες όνομά της- είχε εμπνεύσει εκατομμύρια ανθρώπους με το success story της και τώρα εξελισσόταν σε ένα διεθνές πρότυπο ανθρώπου που πρόσφερε βοήθεια και καθοδήγηση. Η πραγματικότητα, ωστόσο, ήταν σκοτείνη: Ασκούσε γοητεία με τις υποσχέσεις και τα ψεύτικα λόγια της, σε ανθρώπους –κυρίως γυναίκες- που έβλεπε ότι βρίσκονταν σε ευάλωτη θέση. Αυτές στοχοποιούσε, με σκοπό να τις βάλει σε έναν φρικτό κόσμο δουλείας και σεξουαλικής εκμετάλλευσης.
Η Αμάντα όπως και άλλες followers λένε ότι γρήγορα βρέθηκαν να είναι ψυχολογικά –και όχι μόνο- απομονωμένες από φίλους και οικογένεια και να έχουν μετατραπεί σε άβουλα όντα, ικανά να κάνουν ό,τι ζητούσε η Τόρες.
Η Άνα, φοιτήτρια στο Πανεπιστήμιο της Βοστώνης, ήταν μια ακόμα πελάτισσα της Κατ. Το 2019, μετά από εντατική «καθοδήγηση», η Τόρες της ζήτησε να μετακομίσει στη Νέα Υόρκη, ώστε να δουλέψει γι’ αυτή ως εσώκλειστη οικιακή βοηθός. Να φροντίζει τα κατοικίδιά της, να της μαγειρεύει, να πλένει και να καθαρίζει, έναντι αμοιβής περίπου 2.000 δολαρίων το μήνα.
Ελπίζοντας ότι της δίνεται μια ευκαιρία να ξεφύγει από μια κακοποιητική σχέση που ακολούθησε μιας βίαιης παιδικής ηλικίας, δέχτηκε. Όταν έφτασε στη Νέα Υόρκη, ωστόσο, τα πράγματα δεν ήταν όπως τα περίμενε. Το διαμέρισμα ήταν σε τρομακτικό βαθμό βρώμικο, η ίδια αναγκαζόταν να κοιμάται σε έναν λερωμένο από ούρα γατών καναπέ και η Τόρρες απαιτούσε να είναι πάντα διαθέσιμη γι’ αυτή. Κοιμόταν ελάχιστες ώρες, δεν πληρωνόταν ποτέ και οι απαιτήσεις, όπως και η ψυχολογική βία, διαρκώς αυξάνονταν.
Όταν η Άνα απέδρασε, η Κατ παρέσυρε τρεις άλλες γυναίκες. Τη Λετίσια Μαϊα, μια Βραζιλιάνα της οποίας έκανε “life coaching” από τα 14 της χρόνια, τη Ντεζιρέ Φρέιτας, μια Βραζιλιάνα που ζούσε στη Γερμανία και μια άλλη, που προτίμησε να διατηρήσει την ανωνυμία της και αποκαλείται «Σολ». Αυτές, μετακόμισαν σε μια μονοκατοικία πέντε υπνοδωματίων στο Τέξας, όπου η Τόρες ζούσε με τον σύζυγό της, τον 21χρονο Ζακ από την Καλιφόρνια. Μαζί τους, είχαν στρατολογηθεί τουλάχιστον 4 ακόμα γυναίκες, οι οποίες όμως υποχώρησαν την τελευταία στιγμή.
Αυτή την «παρέα», η Τόρες την ονόμασε «φατρία των μαγισσών» στους οπαδούς της στο Instagram και στα άλλα κοινωνικά δίκτυα.
Η Τόρες έπεισε τη Λετίσια να εγκαταλείψει τις σπουδές της, όπως έκανε και με τη Ντεζιρέ. Μέσα σε λίγες μόλις εβδομάδες, απειλώντας τη με «μάγια», εξανάγκασε την Ντεζιρέ να εργαστεί ως στρίπερ και, αν αρνείτο, θα έπρεπε να την αποζημιώσει για τα εισιτήρια των πτήσεων, το κόστος διαμονής, τα έπιπλα για το δωμάτιό της, ως και τα… μαγικά που είχε κάνει γι’ αυτή η Τόρρες. Η Ντεζιρέ λέει ότι τρομοκρατήθηκε από αυτά που θα έπρεπε να πληρώσει, αλλά και επειδή εκείνη την εποχή πίστευε ότι η Τόρρες, που απειλούσε ότι θα την καταραστεί με μαγικό ξόρκι, είχε πνευματικές δυνάμεις.
Κάτι παρεμφερές έκανε και με τη Σολ, η οποία προσλήφθηκε για να πραγματοποιεί αναγνώσεις ταρώ και μαθήματα γιόγκα, αλλά εξωθήθηκε στην πορνεία. Καθώς οι συνθήκες στο σπίτι ήταν φρικτές, με τις γυναίκες να μην επιτρέπεται ούτε να μιλούν μεταξύ τους και να ζητούν άδεια ακόμα και για να πάνε στην τουαλέτα, η Σολ κατάλαβε ότι την περίμενε ένα ακόμα πιο φρικτό μέλλον, όταν άκουσε την Τόρες να μιλά με πελάτη της και να του υπόσχεται ότι θα την «τιμωρήσει», στέλνοντάς τη να εργαστεί ως πόρνη στη Βραζιλία. Με τη βοήθεια ενός πρώην της, ο οποίος την είχε αναζητήσει, κατάφερε να αποδράσει.
Στο μεταξύ η Τόρες είχε αρχίσει να γίνεται πιο πιεστική στις άλλες γυναίκες τις οποίες χρησιμοποιούσε ως σκλάβες και να επιδεικνύει μέσω και των λογαριασμών της στα κοινωνικά δίκτυα, τα όπλα του συζύγου της. Η Ντεζιρέ εργαζόταν με εξαντλητικά ωράρια ως στρίπερ, αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό. Έτσι, της ζήτησε να εργαστεί ως πόρνη. Όταν η Ντεζιρέ αρνήθηκε, ο σύζυγος της Τόρρες της έκανε μια «βόλτα- έκπληξη» σε ένα σκοπευτήριο με τα όπλα του. Φοβισμένη, η Ντεζιρέ τελικά ενέδωσε.
Όπως όλες οι σκλάβες της Τόρες, έτσι και η Ντεζιρέ έπρεπε να αποδίδει καθημερινά ένα συγκεκριμένο κέρδος. Αρχικά, ήταν 1.000 δολάρια, τα οποία αυξήθηκαν σε 3.000 δολάρια την ημέρα. Εάν δεν «έπιαναν» το όριο, δεν τους επιτρεπόταν να επιστρέψουν στο σπίτι εκείνο το βράδυ, λένε. «Κατέληξα να κοιμάμαι στο δρόμο αρκετές φορές επειδή δεν μπορούσα να φτάσω το ποσό», αναφέρει η Ντεζιρέ στο BBC, το οποίο είδε τραπεζικές καταστάσεις από τις οποίες προκύπτει πως μετέφερε περισσότερα από 21.000 δολάρια στο λογαριασμό της Τόρες μόνο τον Ιούνιο και τον Ιούλιο του 2022. Λέει ότι αναγκάστηκε να παραδώσει ένα σημαντικά υψηλότερο ποσό σε μετρητά.
Πισωγύρισμα δεν υπήρχε, καθώς δεν ήταν μόνο οι έμμεσες απειλές με τα όπλα και η ψυχολογική βία και απομόνωση. Επειδή η πορνεία είναι παράνομη στο Τέξας, η Τόρες απειλούσε τη Ντεζιρέ ότι θα την καταγγείλει στην αστυνομία αν ποτέ μιλούσε για το ότι ήθελε να σταματήσει.
Το ξετύλιγμα του κουβαριού
Πίσω στη Βραζιλία, εκείνη τη χρονιά, συγγενείς και φίλοι της Ντεζιρέ και της Λετίσια, μετά από μήνες που είχαν χάσει την επαφή μαζί τους, ξεκίνησαν εκστρατείες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για να τις βρουν. Οι δύο γυναίκες είχαν εξαφανιστεί και κανείς δεν ήξερε πού είναι. Μόνο ένα στοιχείο υπήρχε: Ο τελευταίος άνθρωπος που τους είχε μιλήσει, ήταν η Τόρες.
Οι συγγενείς της Ντεζιρέ ήταν σχεδόν σίγουροι ότι είχε δολοφονηθεί, ενώ, μαζί με αυτούς της Λετίσια απηύθυναν απεγνωσμένες εκκλήσεις να επιστρέψουν στο σπίτι τους από τα ΜΜΕ και τα κοινωνικά δίκτυα. Καθώς η σελίδα στο Instagram @searchingDesirrê απέκτησε δυναμική, η ιστορία άρχισε να «ανεβαίνει» στα ειδησεογραφικά πρακτορεία της Βραζιλίας.
Τότε ήταν που η Άνα, η οποία είχε αποδράσει από τα νύχια της Τόρρες το 2019, είδε την ιστορία στις ειδήσεις. Αμέσως της χτύπησαν «καμπανάκια» και υπέθεσε «ότι η Τόρες κρατούσε άλλα κορίτσια». Μαζί με την Σολ –με την οποία γνωρίστηκαν- η Άνα προσέφυγε στις αστυνομικές αρχές, φτάνοντας μέχρι και το FBI, καταγγέλλοντας την Τόρες και εξηγώντας ότι «είναι μια πολύ επικίνδυνη γυναίκα που απειλούσε ότι θα μας σκοτώσει». Οι καταγγελίες των δύο γυναικών και τα στοιχεία που έδωσαν στις αστυνομικές αρχές, απλά αγνοήθηκαν.
Πέρασαν πέντε μήνες με της Σολ και Άνα να παρακαλούν τις αστυνομικές αρχές να συλλάβουν την Τόρες, εμφανιζόμενες σίγουρες ότι αυτή κρατούσε δια της βίας τις δύο αγνοούμενες και η υπόθεση έπαιρνε όλο και μεγαλύτερη δημοσιότητα. Τρομαγμένη από την έκταση που είχε πάρει στην Βραζιλία η υπόθεση, η Τόρες μετακόμισε στο Μέιν και εξανάγκασε τις Ντεζιρέ και Λετίσια να ανεβάσουν βίντεο στα κοινωνικά δίκτυα. Σε αυτά, ήταν σχεδόν αγνώριστες, με τα μαλλιά τους βαμμένα πλατινέ και ζητούσαν από τον κόσμο να σταματήσει να τις αναζητά, αρνούμενες ότι κρατούνται αιχμάλωτες.
Τότε ήταν που αστυνομικός «ανέκρινε» την Τόρες μέσω Facetime, πείθοντάς τη να ελέγξει τις δύο γυναίκες, έστω και έτσι. Τίποτα δεν προέκυψε και, τον Νοέμβριο του 2022, η αστυνομία έπεισε τελικά την Κατ και τις άλλες δύο γυναίκες να παραστούν αυτοπροσώπως στο γραφείο του σερίφη της κομητείας Φράνκλιν, στο Μέιν.
Ο ντετέκτιβ Ντέιβιντ Νταβόλ, ο οποίος ανέκρινε τις Τόρες, Ντεζιρέ και Λετίσια, δήλωσε στο BBC ότι ο ίδιος και οι συνάδελφοί του κατάλαβαν αμέσως ότι κάτι ανησυχητικό συμβαίνει. Παρατήρησαν μια δυσπιστία απέναντι στις αστυνομικές αρχές, την απομόνωση και, κυρίως την απροθυμία των δύο γυναικών να μιλήσουν χωρίς να πάρουν προηγουμένως την άδεια της Τόρρες.
«Οι διακινητές ανθρώπων δεν είναι πάντα όπως στις ταινίες, όπου έχεις… μια συμμορία που απαγάγει ανθρώπους. Είναι πολύ πιο συνηθισμένο να είναι κάποιος που εμπιστεύεσαι», εξηγεί ο ντετέκτιβ, παραθέτοντας στοιχεία του ΟΗΕ ότι η εμπορία ανθρώπων είναι ένα από τα ταχύτερα αναπτυσσόμενα εγκλήματα, το οποίο εκτιμάται ότι αποφέρει κέρδη ύψους 150 δισ. δολαρίων ετησίως παγκοσμίως. Πιστεύει ότι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης της δίνουν μια πλατφόρμα στην οποία μπορεί να ευδοκιμήσει, καθιστώντας πολύ πιο εύκολο για τους διακινητές να βρίσκουν και να προετοιμάζουν τα θύματά τους.
Οι έρευνες προχώρησαν γρήγορα και, μέχρι τον Δεκέμβριο του 2022, οι δύο γυναίκες είχαν επιστρέψει με ασφάλεια στη Βραζιλία. Η Τόρες είχε συλληφθεί και εκδόθηκε στη Βραζιλία για να δικαστεί.
«Είμαι αθώα»
Τον περασμένο Απρίλιο, η ομάδα του BBC έλαβε μια σπάνια δικαστική εντολή να πάρει συνέντευξη από την Τόρες σε μια βραζιλιάνικη φυλακή – η πρώτη συνέντευξη στα μέσα ενημέρωσης μαζί της από τη σύλληψή της. Η Τόρρες βρισκόταν ήδη 18 μήνες στη φυλακή και περίμενε τη δικαστική απόφαση για την υπόθεση της Ντεζιρέ. Λίγο αργότερα, θα καταδικαζόταν από Βραζιλιάνο δικαστή σε οκτώ χρόνια φυλάκισης για την εμπορία της Ντεζιρέ και για δουλεία. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι είχε παρασύρει τη νεαρή γυναίκα στις ΗΠΑ με σκοπό τη σεξουαλική εκμετάλλευση. Οι βραζιλιάνικες αρχές ερευνούν τουλάχιστον 20 καταγγελίες γυναικών ακόμα.
Ήρεμη και χαμογελαστή, η Τόρες τόνισε στο τηλεοπτικό συνεργείο του BBC ότι είναι εντελώς αθώα, αρνούμενη ότι οποιαδήποτε γυναίκα είχε ζήσει ποτέ μαζί της ή ότι είχε εξαναγκάσει ποτέ κάποια να συμμετάσχει σε σεξουαλική εργασία. «Όταν έβλεπα τους ανθρώπους που κατέθεταν, έλεγαν τόσα πολλά ψέματα. Τόσα πολλά ψέματα που κάποια στιγμή δεν μπορούσα να σταματήσω να γελάω», είπε.
«Οι άνθρωποι λένε ότι είμαι μια ψεύτικη γκουρού, αλλά την ίδια στιγμή, λένε επίσης ότι… “Είναι επικίνδυνη για την κοινωνία, επειδή μπορεί να αλλάξει το μυαλό των ανθρώπων με τα λόγια της”». Όταν οι δημοσιογράφοι την έφεραν αντιμέτωπη με τις αποδείξεις που είχαν στα χέρια της, η Τόρες άλλαξε. Έγινε εχθρική, κατηγορώντας τους ότι λένε και αυτοί ψέματα. «Επιλέγετε να πιστεύετε ό,τι επιλέγετε να πιστεύετε. Εγώ μπορώ να σας πω ότι είμαι ο Ιησούς. Και μπορείτε να δείτε τον Ιησού ή μπορείτε να δείτε τον διάβολο, αυτό είναι όλο. Είναι δική σας επιλογή. Είναι το μυαλό σου».
Η έρευνα για τη δράση της Τόρες συνεχίζεται, όσο τα θύματά της προσπαθούν να συνέλθουν από τη φρίκη που πέρασαν. «Δεν έχω συνέλθει πλήρως ακόμη, πέρασα μια δύσκολη χρονιά. Με εκμεταλλεύτηκαν σεξουαλικά, με υποδούλωσαν και με φυλάκισαν. Ελπίζω η ιστορία μου να χρησιμεύσει ως προειδοποίηση», λέει η Ντεζιρέ, η οποία έγραψε βιβλίο για όσα πέρασε. Και τονίζει ότι ελπίζει πως ο κόσμος θα αναγνωρίσει ότι οι πράξεις της Torres συνιστούν σοβαρό έγκλημα και όχι κάποιο «δράμα στο Instagram».
Protothema.gr