Η Αμερική θρηνεί για την αεροπορική τραγωδία στην Ουάσινγκτον, ενώ εξανεμίζονται οι ελπίδες να βρεθούν επιζώντες. Βρέθηκε το πρώτο μαύρο κουτί από το μοιραίο αεροσκάφος που συγκρούστηκε με ελικόπτερο
Αεροσκάφος της γραμμής με 64 επιβαίνοντες συνετρίβη στα παγωμένα νερά του ποταμού Ποτόμακ αφού συγκρούστηκε με ελικόπτερο του στρατού με τριμελές πλήρωμα, ενώ βρισκόταν σε διαδικασία προσγείωσης στο εθνικό αεροδρόμιο Ρόναλντ Ρίγκαν της αμερικανικής πρωτεύουσας.
Οι δύτες ανέκτησαν το μαύρο κουτί και τις αποσκευές από την καμπίνα του αεροπλάνου της American Airlines και πλέον οι αρχές ελπίζουν να βρουν τις απαντήσεις που ψάχνουν. Το CBS ανέφερε ότι το αεροπλάνο έσπασε σε πολλά κομμάτια και τώρα βρίσκεται σε βάθος έως και 2 μέτρων στον Ποτόμακ, ενώ το ελικόπτερο είναι ανάποδα αλλά κυρίως άθικτο.
Το αεροπλάνο έστελνε σήματα ADS-B, ενώ το ελικόπτερο Black Hawk χρησιμοποιούσε ένα άλλο σύστημα που ονομάζεται MLAT. Αεροσκάφη όπως αυτά διαθέτουν συστήματα για τον εντοπισμό κοντινών πτήσεων, συμπεριλαμβανομένου ενός συστήματος αποφυγής τροχαίας σύγκρουσης (TCAS).
Το αεροπλάνο πλησίαζε το Αεροδρόμιο Ρόναλντ Ρίγκαν στην Ουάσινγκτον γύρω στις 9:00 μ.μ. (τοπική ώρα) αφού πετούσε από τη Γουίτσιτα του Κάνσας, όταν συνέβη η σύγκρουση. Η PSA Airlines, θυγατρική της American Airlines, η οποία εκμεταλλευόταν το αεροσκάφος Bombardier, ανέφερε ότι «υπήρχαν 60 επιβάτες και τέσσερα μέλη του πληρώματος στο αεροσκάφος». Ανάμεσά τους αρκετοί αθλητές, προπονητές και αξιωματούχοι του καλλιτεχνικού πατινάζ που επέστρεφαν από αθλητική διοργάνωση.
Δύο από τους επιβαίνοντες στην πτήση της American Airlines κατονομάστηκαν από ρωσικά κρατικά μέσα ως ο Βαντίμ Ναούμοφ και η Εβγκένια Σισκόβα. Το ανδρόγυνο από τη Ρωσία είχε κερδίσει το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Καλλιτεχνικού Πατινάζ το 1994. Μετά το τέλος της καριέρας τους, στράφηκαν στην προπονητική, ζώντας στις ΗΠΑ από το 1998. Ο γιος τους, ο Μαξίμ, ο οποίος είναι επίσης αθλητής του καλλιτεχνικού πατινάζ, ενδέχεται να βρισκόταν επίσης μέσα στο αεροπλάνο, μετέδωσαν τα ρωσικά πρακτορεία ειδήσεων TASS και RIA.
Ο επικεφαλής της πυροσβεστικής της Ουάσιγκτον Τζον Ντόνελι δήλωσε σε συνέντευξη Τύπου ότι τα πληρώματα έκτακτης ανάγκης, συνολικά περίπου 300 άτομα, εργάζονταν σε «εξαιρετικά σκληρές» συνθήκες και έδωσε ελάχιστες ενδείξεις ότι περίμεναν να βρουν κάποιον ζωντανό.