19.6 C
Thessaloniki
28, March 2024
spot_img

Το Κορίτσι Με Το Σκουλαρίκι της Τρέισυ Σεβαλιέ | Κριτική

TRACY SHEVALIER | GIRL WITH A PEARL EARRING | Τρέισυ Σεβαλιέ | Το Κορίτσι Με Το Σκουλαρίκι | Εκδόσεις Ωκεανίδα | Μετάφραση Θεοφανώ Καλογιάννη | Εξώφυλλο πίνακας του ζωγράφου Βερμέερ (45x 40 εκ. Χάγη Mauritshuis)


Η Χριτ, η υπηρέτρια, είναι το κορίτσι με το σκουλαρίκι του ζωγράφου Γιάν Βερμέερ, έργο του 1665 περίπου. Στην Ολλανδία του 17ου αιώνα, στην πόλη Ντελφτ, ο ζωγράφος Βερμέερ κοιτάζει ένα κορίτσι μέσα από τα γκρίζα του μάτια κι εκείνο στρέφεται προς τα αριστερά, με φωτεινά, υγρά, μελαγχολικά μάτια στο βλέμμα του ζωγράφου, στο βλέμμα του άντρα. Για να την ζωγραφίσει έβγαλε το σκουφάκι της υπηρέτριας και φόρεσε ένα κίτρινο πανί που πέφτει πίσω στους ώμους σε πτυχές κι έκρυψε τα μαλλιά της σ’ ένα γαλάζιο τουρμπάνι στο πάνω μέρος του κεφαλιού. Τα χείλη της είναι υγρά και μισάνοιχτα χρωματισμένα κόκκινα και στο αριστερό αυτί το ασημένιο άγγιγμα της πέρλας του μαργαριταριού, αφήνει μια αινιγματική αίσθηση αθωότητας, υπόσχεσης, υποταγής. Το ρούχο της είναι κιτρινωπό με πράσινες και καφεκόκκινες σκιές και στου λαιμού την άκρη, ο λευκός γιακάς επαληθεύει την γοητεία της αθωότητας.

Ο πίνακας είναι ζωγραφισμένος κατά το πρότυπο του Λ. Ντα Βίντσι (σκούρο φόντο για ανάδειξη του προσώπου) και του «Αριόστο» του Τισιάνο (στάση ¾ εν κινήσει).

Το βιβλίο είναι γραμμένο με την λεπτή, γυναικεία αίσθηση, με υπαινικτικές σκηνές ερωτισμού και πάθους. Υπάρχουν όλα τα πρόσωπα του μικρού οικογενειακού περίγυρου: η σύζυγος Καταρίνα, τα παιδιά, η μητέρα της συζύγου, η γριά υπηρέτρια, ο χασάπης, ο έμπορος τέχνης, ο ζωγράφος, η νεαρή υπηρέτρια Χριτ, που αφηγείται. Το σπίτι ως χώρος δράσης, η αγορά, το αστέρι των δρόμων που οριοθετεί τις συνοικίες και τις τάξεις, μα πάνω απ΄ όλα το βλέμμα της αθωότητας, της υποταγής και της λατρείας προς τον ζωγράφο και τα μυστικά της τέχνης του.

Η γοητεία των χρωμάτων, η ακρίβεια στην προετοιμασία κάθε πίνακα, η απρόσιτη, ερμητική μορφή του ζωγράφου, οδηγούν την μικρή υπηρέτρια Χριτ σε υποταγή στην ερωτική φύση των αντικειμένων της τέχνης και αφοσίωση. Υπηρετεί την οικογένεια του ζωγράφου, ανέχεται προσβολές κι ελευθερώνεται σιγά σιγά, καθώς τρίβει χρώματα για τον «κύριο» στην σοφίτα τον ζωγράφο που της μιλάει για το φως, τον ουρανό, το άσπρο του μολύβδου.

Ο θάνατος, η εξιδανίκευση, η ζωή μέσα από τους φωτισμούς των πινάκων είναι το τίμημα του καλλιτέχνη και ο γάμος, η ταξική γραμμή και το αστέρι των επιθυμιών, σηματοδοτούν το τέλος της αθωότητας για την Χριτ, στην παραδοχή της αξίας της: είκοσι φιορίνια. Τα ξένα μαργαριτάρια, που η Καταρίνα της δίνει περιφρονητικά εκτελώντας την επιθυμία του συζύγου της, εκείνη δεν θα τα φορέσει ποτέ ως γυναίκα χασάπη. Είκοσι φιορίνια, δεκαπέντε του χρέους προς τον σύζυγο που την αγόρασε από υπηρέτρια των Βερμέερ για κείνον και πέντε για την ίδια που πρέπει να κρύψει σαν θησαυρό τέχνης.

Το βιβλίο εστιάζει στις λεπτομέρειες του κόσμου της στιγμής, των χρωμάτων, της τέχνης, μα δεν κουράζει τον αναγνώστη. Διδάσκει με ελευθερία την άλλη όψη της τέχνης, την στέρηση, την προσμονή, το ένα άγγιγμα και την βεβαιότητα στην παραδοχή πως μια υπηρέτρια δεν μπορεί να φοράει μαργαριταρένιο σκουλαρίκι, ούτε καν σε έναν πίνακα που αιχμαλωτίζει το βλέμμα της.

Εξώφυλλο του βιβλίου: To κορίτστι με το σκουλαρίκι

Αποσπάσματα:

«Η Καταρίνα χαμήλωσε το βλέμμα στο γράμμα, έριξε μια ματιά στον Φαν Λίουενχουκ κι ύστερα άνοιξε την κοσμηματοθήκη. «Ζήτησε να τα πάρεις εσύ». Έβγαλε τα σκουλαρίκια και μετά από ένα δισταγμό τ’ άφησε πάνω στο τραπέζι.

Μου ήρθε λιποθυμία κι έκλεισα τα μάτια, αγγίζοντας ελαφρά την πλάτη της καρέκλας με τα δάχτυλα για να μη χάσω την ισορροπία μου.(…)

Άνοιξα πάλι τα μάτια. «Δεν μπορώ να πάρω τα σκουλαρίκια σας, μαντάμ».
«Γιατί όχι; Απ’ όσο ξέρω, τα έχεις ξαναπάρει. Εκτός αυτού, δεν είναι στο χέρι σου ν’ αποφασίσεις. Το αποφάσισε εκείνος για σένα –και για μένα. Είναι δικά σου τώρα, ορίστε, πάρ’ τα».

Δίστασα, μα έπειτα άπλωσα το χέρι και τα σήκωσα. Ήταν δροσερά και λεία στην αφή, ακριβώς όπως τα θυμόμουν, και στην υπόλευκη καμπύλη τους καθρεφτιζόταν ένας ολόκληρος κόσμος.
Τα πήρα.
«Και τώρα φύγε», με πρόσταξε με τη φωνή πνιγμένη από τα δάκρυα που κατάπινε. «Αυτό που ζήτησε, το έκανα. Δεν θα κάνω τίποτε παραπάνω». Σελ. 322-323


«Μόλις την είδα, ανασηκώθηκα. Στα χέρια της κρατούσε την κίτρινη μπέρτα με τη γούνα. Φορούσε ακόμη την κορδέλα στα μαλλιά.
«Ω!» έκανε ξαφνιασμένη. «Πού είναι η Καταρίνα;»
«Πήγε στο Δημαρχείο με τη μητέρα της, μαντάμ. Για κάποιες οικογενειακές υποθέσεις».
«Α, μάλιστα. Καλά, δεν πειράζει, θα τη δω μια άλλη φορά. Αφήνω λοιπόν τα πράγματά της εδώ». Κι άπλωσε την μπέρτα στο κρεβάτι κι έβαλε πάνω της το μαργαριταρένιο κολιέ.
«Μάλιστα, μαντάμ».
Δεν μπορούσα να πάρω τα μάτια μου από πάνω της. Είχα την παράξενη αίσθηση πως τη βλέπω και δεν τη βλέπω ταυτόχρονα. Όπως είχε πει και η Μαρία Θινς, τώρα που δεν την έλουζε το φως μπροστά στον καθρέφτη, δεν ήταν τόσο όμορφη όσο στον πίνακα. Παρ’ όλα αυτά μου φαινόταν ωραία, κι ας την έβλεπα μέσ’ από την ανάμνηση μιας ζωγραφισμένης εικόνας. Με κοίταξε κι εκείνη κάπως αμήχανα, προσπαθώντας να εξηγήσει την οικειότητα στο επίμονο βλέμμα μου, ψάχνοντας ίσως να θυμηθεί από πού με ξέρει. Τελικά κατάφερα να χαμηλώσω τα μάτια: «Θα της πω ότι περάσατε, μαντάμ».
Έγνεψε καταφατικά, αλλά έδειχνε προβληματισμένη. Έριξε μια ματιά στα μαργαριτάρια πάνω στην μπέρτα. «Νομίζω πως αυτό είναι καλύτερα να το αφήσω επάνω στο εργαστήριο», είπε και πήρε το κολιέ. Δεν με ξανακοίταξε, αλλά ήξερα πως σκεφτόταν ότι δεν πρέπει να εμπιστεύεσαι τα μαργαριτάρια στις υπηρέτριες. Φεύγοντας από το δωμάτιο, άφησε πίσω της την εικόνα της σαν παράξενο άρωμα». Σελ. 67-68


«Ο πίνακας δεν έμοιαζε με κανένα άλλο έργο του. Έδειχνε μόνο εμένα, το κεφάλι και τους ώμους μου, χωρίς τραπέζια και κουρτίνες, χωρίς παράθυρα, καθρέφτες ή πινέλα της πούδρας που να αποσπούν και να χαλαρώνουν το βλέμμα. Με είχε ζωγραφίσει με τα μάτια ορθάνοιχτα και το φως να πέφτει στο πρόσωπό μου, μα το αριστερό μου μέρος ήταν στη σκιά. Το πανί που ήταν τυλιγμένο στο κεφάλι μου μ’ έκανε να μη μοιάζω μ’ εμένα αλλά με μια άλλη Χριτ, από άλλη πόλη, ακόμα κι από τελείως διαφορετική χώρα. Το φόντο ήταν μαύρο, πράγμα που μ’ έκανε να δείχνω ολομόναχη, αν και ήταν φανερό πως κάποιον είχα γυρίσει να κοιτάξω. Έδειχνα σαν να περιμένω κάτι που πίστευα πως δεν επρόκειτο ποτέ να συμβεί.
Ο κύριός μου είχε δίκιο – ο πίνακας θα ικανοποιούσε σίγουρα τον Φαν Ράιβεν, αλλά κάτι του έλειπε.
Το κατάλαβα πριν απ’ αυτόν. Όταν είδα τι έλειπε απ’ τον πίνακα –εκείνο το σημείο της έντονης λάμψης που χρησιμοποιούσε για να αιχμαλωτίζει το βλέμμα στα άλλα του έργα-, ένιωσα ρίγος. Αυτό θα είναι το τέλος, σκέφτηκα.
Και είχα δίκιο». Σελ. 268


«Η Καταρίνα ήταν καθισμένη στο τραπέζι με το πινέλο και το βαζάκι της πούδρας, τα χτενάκια και την κοσμηματοθήκη της. Φορούσε τα μαργαριτάρια και το πράσινο μεταξωτό της φόρεμα,(…)
Τη στιγμή που σήκωνα το δίσκο, έριξα μια κλεφτή ματιά στον κύριο. Το βλέμμα του ήταν κολλημένο στο μαργαριταρένιο σκουλαρίκι της γυναίκας του. Καθώς εκείνη γύρισε το κεφάλι της για να βάλει κι άλλη πούδρα στο πρόσωπο, το σκουλαρίκι της κουνήθηκε πέρα δώθε κι από τα μπροστινά παράθυρα το φως στραφτάλισε πάνω του. Το σκουλαρίκι μας έκανε να την κοιτάξουμε όλοι –κι αντανακλούσε ολοζώντανα το φως, όπως ακριβώς και τα μάτια της.
«Πρέπει να πάω για λίγο επάνω», είπε εκείνος στην Καταρίνα. «Δεν θ’ αργήσω».
Αυτό ήταν, σκέφτηκα. Βρήκε τη λύση». Σελ. 270-271


«Μου άρεσε να κοιμάμαι στη σοφίτα. Εκεί δεν είχα καμιά Σταύρωση κρεμασμένη απέναντί μου να μου δυσκολεύει τον ύπνο. Δεν υπήρχαν καθόλου πίνακες, μόνο η καθαρή μυρωδιά του λινέλαιου και η μοσχοβολιά των φυσικών χρωμάτων. Μου άρεσε η θέα της Νέας Μητρόπολης από το παράθυρό μου, και η ησυχία. Κανένας δεν ανέβαινε στη σοφίτα εκτός από κείνον. Τα κορίτσια δεν έρχονταν να με δουν, όπως έκαναν μερικές φορές στο κελάρι, ούτε να ψάξουν κρυφά τα πράγματά μου. Ένιωθα μόνη εκεί, σκαρφαλωμένη ψηλά πάνω από το θορυβώδες νοικοκυριό, και τα ‘βλεπα όλα από απόσταση. Όπως κι εκείνος». Σελ.159


«Το ξέρεις», μουρμούρισε, «πως ο πίνακας το χρειάζεται αυτό το φως που αντανακλά το μαργαριτάρι. Αλλιώς δεν θα είναι ολοκληρωμένος».
Το ήξερα, πράγματι. Αν και δεν κοίταξα τον πίνακα για πολύ –ήταν τόσο παράξενο να κοιτάζω τον εαυτό μου-, ήξερα από την πρώτη στιγμή πως αυτό που του έλειπε ήταν το μαργαριταρένιο σκουλαρίκι». Σελ.273


«Όταν ξαναβρέθηκα στην Πλατεία της Αγοράς, σταμάτησα στο αστέρι και κοίταξα τα σκουλαρίκια στη χούφτα μου. Τι θα τα έκανα; Δεν μπορούσα να τα κρατήσω. Δεν μπορούσα να πω στον Πίτερ πώς βρέθηκαν στα χέρια μου – θα ‘πρεπε να του εξηγήσω όλα όσα συνέβησαν πριν από τόσα χρόνια. Έτσι κι αλλιώς δεν μπορούσα να τα φορέσω – η γυναίκα ενός χασάπη δεν φοράει τέτοια πράγματα, όπως δεν τα φοράει και μια υπηρέτρια.
Έκανα το γύρο του άστρου αρκετές φορές. Έπειτα ξεκίνησα για ένα μέρος που είχα ακουστά αλλά δεν είχα πάει ποτέ μου, χωμένο σε κάποιο στενό, πίσω από τη Νέα Μητρόπολη. Πριν από δέκα χρόνια δεν θα πήγαινα ποτέ σ’ ένα τέτοιο μέρος.
Η δουλειά του μαγαζάτορα ήταν να κρατάει μυστικά.(…)
«Είκοσι φιορίνια», είπε τελικά.
Κούνησα το κεφάλι, πήρα τα νομίσματα που μου έδωσε κι έφυγα χωρίς να κοιτάξω πίσω μου.
Υπήρχαν πέντε επιπλέον φιορίνια, για τα οποία δεν μπορούσα να δώσω εξήγηση. Τα ξεχώρισα από τα υπόλοιπα και τα κράτησα σφιχτά στη χούφτα μου.(…)
Ο Πίτερ θα έμενε ικανοποιημένος με τα υπόλοιπα δεκαπέντε, που τακτοποιούσαν το χρέος. Έτσι δεν θα του είχα κοστίσει τίποτα. Μια υπηρέτρια είναι πάντα τζάμπα». Σελ. 323-324-325
Πηγή: Cityportal
https://cityportal.gr/to-koritsi-me-to-skoylariki-toy-treisy-sevalie-kritiki/

spot_img

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here

spot_img
- Advertisement -spot_img
150FansLike
72FollowersFollow
367SubscribersSubscribe